- κλιμακισμός
- κλιμακισμός, ὁ (Α) [κλιμακίζω]είδος τεχνάσματος στην πάλη, η κλίμαξ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλιμακισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακισμοί — κλιμακισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)